- βαστάζει
- βαστάζωlift uppres ind mp 2nd sgβαστάζωlift uppres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφορεαφόρος — ἀμφορεαφόρος, ο (ΑΜ) αυτός που φέρει, που βαστάζει αμφορείς με νερό, σταμνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο «εκ συναρπαγής» από την αιτ. ἀμφορέα (αιτ. τού ἀμφορεὺς) + φόρος < φέρω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφορεαφορῶ] … Dictionary of Greek
βάσταγμα — το και βάσταμα και βάστηγμα (AM βάσταγμα, Μ και βάσταμαν) [βαστάζω] το φορτίο το οποίο βαστάζει ή φέρει κάποιος μσν. νεοελλ. προθεσμία νεοελλ. 1. το να βαστάει ή να μεταφέρει κάποιος κάτι 2. το σκοινί απ το οποίο κρέμεται το καντήλι 3. το σκοινί… … Dictionary of Greek
ζαλιά — η φορτίο από ξύλα ή φρύγανα, το οποίο βαστάζει κάποιος στους ώμους, αλλ. ζαλίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαλίκι] … Dictionary of Greek
κιονοφόρος — κιονοφόρος, ὁ (Α) αυτός που βαστάζει τους κίονες οι οποίοι κρατούν ψηλά τον ουρανό, ο Άτλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek
κλινηφόρος — κλινηφόρος, ον (Μ) αυτός που βαστάζει κλινοειδές κάθισμα, ανάκλιντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + φόρος (< φέρω), πρβλ. ζωη φόρος, λογχη φόρος] … Dictionary of Greek
κρατητής — κρατητής, oῡ, ὁ (Α) [κρατώ] αυτός που κρατά κάτι, που βαστάζει ή κατέχει κάτι … Dictionary of Greek
μυστήριο — Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος… … Dictionary of Greek
νεκροβαστάξ — νεκροβαστάξ, άγος, ό, ἡ (Α) αυτός που βαστάζει νεκρούς, που κάνει εκφορά νεκρού στον τάφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + < βαστάζω)] … Dictionary of Greek
ουρανοφόρος — οὐρανοφόρος, ον (Α) 1. αυτός που βαστάζει τον ουρανό 2. αυτός που οδηγεί στον ουρανό («οὐρανοφόρος κλῑμαξ», Μ. Βασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + φόρος*] … Dictionary of Greek
οψοφόρος — ὀψοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει, που βαστάζει τα τρόφιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή» + φόρος*] … Dictionary of Greek